μεθετικός

μεθετικός
μεθετικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που παραμελεί, που εγκαταλείπει κάτι
2. αυτός που έχει κλίση στη μέθεσιν*, στην ύφεση, στη χαλάρωση
3. αυτός που ενδίδει, που υποχωρεί εύκολα.
επίρρ...
μεθετικώς (Α)
με μεθετικό ή υποχωρητικό τρόπο, αμελώς, με διάθεση παραμέλησης («μεθετικῶς και ἀμελῶς διάκεισαι», Σχόλ. στην Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεθ-ετικός < μεθ-ίημι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεθετικός — letting go masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”